Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰγιβόταν — αἰγιβότᾱν , αἰγιβότης masc acc sg (epic doric aeolic) αἰγιβότης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέλλερα — τά, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὰ πετρώδη καὶ αἰγίβοτα χωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. φελλεύς] … Dictionary of Greek